λεμβοδρομώ

λεμβοδρομώ
1. παίρνω μέρος σε λεμβοδρομία
2. πλέω με λέμβο για λόγους αναψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”